- δίψια
- δίψιοςthirstyneut nom/voc/acc plδίψιοςthirstyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διψία — διψίᾱ , δίψιος thirsty fem nom/voc/acc dual διψίᾱ , δίψιος thirsty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψίαν — διψίᾱν , δίψιος thirsty fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Polydipsie — Als Polydipsie [griechisch πολυδιψία, πολύ = viel + δίψα = durst (διψία basiert auf dem altgriechischen πολυδίψιος = sehr durstig)] bezeichnet man in der Medizin krankhaft gesteigerten Durst. Sie ist wegen der erhöhten Flüssigkeitsaufnahme häufig … Deutsch Wikipedia
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek